granddaughter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
granddaughter | granddaughters |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
granddaughter (en) (αρσενικό grandson)
- (οικογένεια) η εγγονή