grandiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- grandiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα grandiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | grandiĝas | grandiĝanta | grandiĝata |
αόριστος | grandiĝis | grandiĝinta | grandiĝita |
μέλλοντας | grandiĝos | grandiĝonta | grandiĝota |
υποθετική | grandiĝus | - | - |
προστακτική | grandiĝu | - | - |
grandiĝi (eo)