grandiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grandiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα grandiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας grandiĝas grandiĝanta grandiĝata
αόριστος grandiĝis grandiĝinta grandiĝita
μέλλοντας grandiĝos grandiĝonta grandiĝota
υποθετική grandiĝus - -
προστακτική grandiĝu - -

grandiĝi (eo)