grandparent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grandparent | grandparents |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grandparent (en)
- (οικογένεια) ο παππούς ή η γιαγιά
- ⮡ my grandparents - οι παππούδες μου