grant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡɹænt/ (αμερικανικό)
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grant | grants |
grant (en)
- η χορηγία, η επιχορήγηση, χρηματικό ποσό που δίνεται από την κυβέρνηση ή από άλλο οργανισμό για να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ The restoration happened with a grant from the foundation.
- Η αναστήλωση έγινε με χορηγία του ιδρύματος.
- ⮡ There is a lot of competition for research grants.
- Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για τις ερευνητικές επιχορηγήσεις.
- ⮡ The restoration happened with a grant from the foundation.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | grant |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grants |
αόριστος | granted |
παθητική μετοχή | granted |
ενεργητική μετοχή | granting |
grant (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]grant