Μετάβαση στο περιεχόμενο

grant

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɹænt/ (αμερικανικό)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grant grants

grant (en)

  • η χορηγία, η επιχορήγηση, χρηματικό ποσό που δίνεται από την κυβέρνηση ή από άλλο οργανισμό για να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
      The restoration happened with a grant from the foundation.
    Η αναστήλωση έγινε με χορηγία του ιδρύματος.
      There is a lot of competition for research grants.
    Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για τις ερευνητικές επιχορηγήσεις.
ενεστώτας grant
γ΄ ενικό ενεστώτα grants
αόριστος granted
παθητική μετοχή granted
ενεργητική μετοχή granting

grant (en)



Επίθετο

[επεξεργασία]

grant

  1. μεγάλος
  2.  δείτε τη λέξη graim