granted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɡɹæntɪd/ (αμερικανικό)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]granted (en)
Επίρρημα
[επεξεργασία]granted (en)
granted (en)
granted (en)