granule
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
granule | granules |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]granule (fr) θηλυκό
- ο κόκκος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη grain
ενικός | πληθυντικός |
granule | granules |
granule (fr) θηλυκό