Μετάβαση στο περιεχόμενο

granule

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
granule granules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

granule (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη grain