green pass
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
green pass | green passes |
green pass (en)
- (νεολογισμός, κορονοϊός) πιστοποιητικό εμβολιασμού το οποίο επιτρέπει στον κάτοχό του να εισέρχεται σε αεροδρόμια, χώρους αναψυχής κ.λπ