Μετάβαση στο περιεχόμενο

greenery

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
greenery < green + -ery

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

greenery (en) (μη μετρήσιμο)

  • η πρασινάδα, το πράσινο, η ύπαρξη φυτών και δέντρων σε περιβάλλον όπου ζουν οι άνθρωποι
      I like greenery inside the house.
    Μου αρέσει η πρασινάδα μέσα στο σπίτι.
      Greenery is lacking from cities./Cities lack greenery.
    Από τις πόλεις λείπει το πράσινο.