greenery (en) (μη μετρήσιμο)
- η πρασινάδα, το πράσινο, η ύπαρξη φυτών και δέντρων σε περιβάλλον όπου ζουν οι άνθρωποι
- ⮡ I like greenery inside the house.
- Μου αρέσει η πρασινάδα μέσα στο σπίτι.
- ⮡ Greenery is lacking from cities./Cities lack greenery.
- Από τις πόλεις λείπει το πράσινο.