grenier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grenier | greniers |
grenier (fr) αρσενικό
- η σοφίτα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη grain