grieķu
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λετονικά
(lv)
[
επεξεργασία
]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[
επεξεργασία
]
grieķu
(lv)
γενική
πληθυντικού
του
grieķis
(
κυριολεκτικά
) των
Ελλήνων
ή των
αρχαίων
Ελλήνων (
με χρήση
επιθετικού προσδιορισμού
)
grieķu
valoda
: η ελληνική
γλώσσα
, τα
ελληνικά
grieķu
tauta
: ο ελληνικό
λαός
grieķu
mīti
: οι (αρχαιο)ελληνικοί
μύθοι
Κατηγορία
:
Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (λετονικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Suomi
Nederlands
Русский