grievance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grievance (en)
- κάτι που προξενεί θλίψη
- παράπονο, συχνά επίσημη διαμαρτυρία
- grievance, nursing a grievance: πικρία λόγω αδικίας, σχετλιασμός, αγανάκτηση