grievance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grievance | grievances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grievance (en)
- το παράπονο, συχνά επίσημη διαμαρτυρία
- ↪ They expressed their grievances to the Manager.
- Εξέφρασαν τα παράπονά τους στο Διευθυντή.
- ↪ They expressed their grievances to the Manager.