grievance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grievance (en)

  1. κάτι που προξενεί θλίψη
  2. παράπονο, συχνά επίσημη διαμαρτυρία
  3. grievance, nursing a grievance: πικρία λόγω αδικίας, σχετλιασμός, αγανάκτηση