Μετάβαση στο περιεχόμενο

griffon

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
griffon griffons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

griffon (fr) αρσενικό

  1. o γρύπας
  2. γκριφόν