gril
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gril (fr) αρσενικό
- (μαγειρική) το γκριλ
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gril (it)