grimaud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grimaud | grimauds |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grimaud (fr) αρσενικό
- ο μέτριος συγγραφέας (χωρίς ταλέντο)
ενικός | πληθυντικός |
grimaud | grimauds |
grimaud (fr) αρσενικό