gringo
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gringo (en)
- (ιδιωματισμός) λευκός από αγγλόφωνη χώρα, μη λατίνος, μη ισπανόφωνος
gringo (en)