gringo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gringo (en)
- (ιδιωματισμός) λευκός από αγγλόφωνη χώρα, μη λατίνος, μη ισπανόφωνος