gripper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gripper < απώτατης πρωτογερμανικής αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰreyb- (αδράχνω, πιάνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
gripper (fr)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- gripper - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- gripper - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online