gripper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gripper < απώτατης πρωτογερμανικής αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰreyb- (αδράχνω, πιάνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

gripper (fr)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]