grisaille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- grisaille < gris
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grisaille | grisailles |
grisaille (fr) θηλυκό
- (ζωγραφική) μονόχρωμος πίνακας ζωγραφικής με πολλές αποχρώσεις του γκρι
- (λογοτεχνία) ύφος που θυμίζει την παραπάνω ζωγραφική
- μονοτονία, έλλειψη ζωντάνιας, ζωτικότητας, μουντάδα, σκοτεινότητα
- (ειδικότερα) συννεφιασμένος ή/και ομιχλώδης καιρός