grit one's teeth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) σφίγγω τα δόντια
- ↪ He grit his teeth in rage.
- Έσφιξε τα δόντια από την οργή.
- ↪ He grit his teeth in rage.
Πηγές[επεξεργασία]
- grit one's teeth - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: σφίγγω