Μετάβαση στο περιεχόμενο

grive

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grive grives

grive (fr) θηλυκό