groenlandais
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | groenlandais | groenlandais |
θηλυκό | groenlandaise | groenlandaises |
groenlandais (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]groenlandais (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) τα γροιλανδικά, η γροιλανδική γλώσσα