Μετάβαση στο περιεχόμενο

grotto

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grotto (en)

  1. φυσική ή τεχνητή μικροεσοχή σε βράχο
  2. μικρή τεχνητή συνήθως σπηλιά σε κήπο που εμπεριέχει συχνά άγαλμα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • grotto στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια