grotto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grotto (en)
- φυσική ή τεχνητή μικροεσοχή σε βράχο
- μικρή τεχνητή συνήθως σπηλιά σε κήπο που εμπεριέχει συχνά άγαλμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- grotto στην αγγλική Βικιπαίδεια