grunti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grunti < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα grunti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας gruntas gruntanta gruntata
αόριστος gruntis gruntinta gruntita
μέλλοντας gruntos gruntonta gruntota
υποθετική gruntus - -
προστακτική gruntu - -

grunti (eo)

  1. μουρμουρίζω
  2. μαλώνω