guérisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- guérisseur < gariseor < guérir
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | guérisseur | guérisseurs |
θηλυκό | guérisseuse | guérisseuses |
guérisseur (fr)
- (σπάνιο) αυτός που γιατρεύει
- άνθρωπος που έχει ως επάγγελμα την ίαση ασθενών με μέσα που δεν υπάγονται στην επίσημη ιατρική