guérisseuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
guérisseuse | guérisseuses |
guérisseuse (fr)
- θηλυκό του guérisseur
ενικός | πληθυντικός |
guérisseuse | guérisseuses |
guérisseuse (fr)