guarded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
guarded (en)
- φυλασσόμενος, φρουρούμενος, επιτηρούμενος για να μην το σκάσει, να μην αποδράσει, που κάποιος τον προσέχει
- συγκρατημένος, επιφυλακτικός, που προσέχει τα λόγια του
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
guarded (en)
- αόριστος και μετοχή αορίστου του ρήματος guard