guberno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

guberno < αρχαία ελληνική κυβερνάω/κυβερνῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

guberno

  1. κυβερνώ (πλοίο)
  2. διοικώ, διευθύνω
  3. διαχειρίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]