guiché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
guiché | guichés |
guiché (pt) αρσενικό
- η θυρίδα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
guiché | guichés |
guiché (pt) αρσενικό