guignol
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
guignol | guignols |
guignol (fr) αρσενικό
- το ανδρείκελο
ενικός | πληθυντικός |
guignol | guignols |
guignol (fr) αρσενικό