guillemet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
guillemet | guillemets |
guillemet (fr) αρσενικό
- το εισαγωγικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Συνηθίζεται μόνο στον πληθυντικό: δείτε τη λέξη guillemets.