guitaristique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- guitaristique < guitare
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
guitaristique | guitaristiques |
guitaristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την κιθάρα