gumka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gumka < guma + υποκοριστικό επίθημα -ka
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gumka (pl) θηλυκό
- σβήστρα, γόμα, γομολάστιχα
- λάστιχο, λαστιχάκι (στρογγυλό αντικείμενο από λάστιχο)
- (μεταφορικά) λάστιχο (το προφυλακτικό)