gunslinger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈɡʌnslɪŋə/

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

gunslinger < gun + sling + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός αριθμός: gunslinger (en)
πληθυντικός αριθμός: gunslingers (en)

  • (για άνθρωπο) το γρήγορο πιστόλι, ο ταχύπυρος, ο γοργοπίστολος
    • αυτός που τραβάει γρήγορα πιστόλι και συνήθως ευστοχεί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]