guttural

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

guttural (en)

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

guttural < λατινική guttur

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡy.ty.ʁal/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό guttural gutturaux
θηλυκό gutturale gutturales

guttural (fr)

  1. λαρυγγικός, που ανήκει στον λάρυγγα
    artère gutturale - λαρυγγική αρτηρία
  2. λαρυγγικός, που γίνεται από τον λάρυγγα, τραχύς
    un son guttural - ένας τραχύς ήχος
     συνώνυμα: rauque

Συγγενικά[επεξεργασία]