guttural
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]guttural (en)
- λαρυγγικός, τραχύς (για φθόγγο)
- υπερωικός (για φθόγγο)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | guttural | gutturaux |
θηλυκό | gutturale | gutturales |
guttural (fr)
- λαρυγγικός, που ανήκει στον λάρυγγα
- artère gutturale - λαρυγγική αρτηρία
- λαρυγγικός, που γίνεται από τον λάρυγγα, τραχύς