Μετάβαση στο περιεχόμενο

gwara

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gwara (pl) θηλυκό

  1. η διάλεκτος
  2. η αργκό, διάλεκτος ή γλώσσα που μιλάει κάποια ιδιαίτερη επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα ή η ορολογία που χρησιμοποιεί