gynécomanie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʒi.ne.kɔ.ma.ni/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gynécomanie | gynécomanies |
gynécomanie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gynécomanie | gynécomanies |
gynécomanie (fr) θηλυκό