Μετάβαση στο περιεχόμενο

gynécomanie

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒi.ne.kɔ.ma.ni/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gynécomanie gynécomanies

gynécomanie (fr) θηλυκό