Μετάβαση στο περιεχόμενο

gyroscope

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gyroscope (en)


      ενικός         πληθυντικός  
gyroscope gyroscopes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gyroscope (fr) αρσενικό