gyroscope
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gyroscope (en)
- το γυροσκόπιο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gyroscope | gyroscopes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gyroscope (fr) αρσενικό
- το γυροσκόπιο