gyroscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gyroscope (en)
- το γυροσκόπιο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gyroscope | gyroscopes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gyroscope (fr) αρσενικό
- το γυροσκόπιο