hâbleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hâbleur | hâbleurs |
θηλυκό | hâbleuse | hâbleuses |
hâbleur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hâbleur | hâbleurs |
θηλυκό | hâbleuse | hâbleuses |
hâbleur (fr)