hégémonie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ʒe.mɔ.ni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hégémonie | hégémonies |
hégémonie (fr) θηλυκό
- η ηγεμονία
ενικός | πληθυντικός |
hégémonie | hégémonies |
hégémonie (fr) θηλυκό