Μετάβαση στο περιεχόμενο

hétérodoxe

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.te.ʁɔ.dɔks/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hétérodoxe hétérodoxes

hétérodoxe (fr) αρσενικό ή θηλυκό