habit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- habit < μέση αγγλική habit < παλαιά γαλλική habit < λατινική habitus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
habit | habits |
habit (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
habit (fr)