habitat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
habitat | habitats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
habitat (en)
- το φυσικό περιβάλλον που είναι κατάλληλο για την ανάπτυξη ενός είδους, ο οικότοπος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
habitat | habitats |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
habitat (fr) αρσενικό
- ο οικότοπος, το ενδιαίτημα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
habitat (it) αρσενικό
- το περιβάλλον