Μετάβαση στο περιεχόμενο

hairpin

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hairpin hairpins

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hairpin < hair + pin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hairpin (en)

  1. η φουρκέτα για μαλλιά
  2. η φουρκέτα, μια πολύ κλειστή και επικίνδυνη στροφή
      The road is mountainous with many hairpins.
    Ο δρόμος είναι ορεινός με πολλές φουρκέτες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη hairpin bend