Μετάβαση στο περιεχόμενο

hairstyle

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hairstyle hairstyles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hairstyle < hair + style

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hairstyle (en)

  • το χτένισμα, η κόμμωση, το στυλ του χτενίσματος
      The wind messed up my new hairstyle.
    Μου το χάλασε το νέο μου χτένισμα ο αέρας.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]