hairstyle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hairstyle | hairstyles |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hairstyle (en)
- το χτένισμα, η κόμμωση, το στυλ του χτενίσματος
- ⮡ The wind messed up my new hairstyle.
- Μου το χάλασε το νέο μου χτένισμα ο αέρας.
- ⮡ The wind messed up my new hairstyle.