half-time
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το ημίχρονο, το διάλειμμα ανάμεσα στα δύο μέρη ενός αγώνα
- ⮡ The entertainment during the Super Bowl half-time this year was over the top.
- Το θέαμα κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου του Σούπερ Μπόουλ φέτος ήταν ακραίο.
- ⮡ The entertainment during the Super Bowl half-time this year was over the top.