Μετάβαση στο περιεχόμενο

halfway

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
halfway < half- + way

Επίθετο

[επεξεργασία]

halfway (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • μεσαίος, που βρίσκεται σε ίση απόσταση μεταξύ δύο σημείων· στη μέση μιας χρονικής περιόδου
      I got the ball on the halfway line.
    Πήρα την μπάλα στη μεσαία γραμμή.
      I’m at the halfway point in the book.
    Είμαι στη μέση του βιβλίου.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

halfway (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. στα μισά/στο μέσο του δρόμου, στη μέση, μισο-, σε ίση απόσταση μεταξύ δύο σημείων· στη μέση μιας χρονικής περιόδου
      It's about halfway between New York and Chicago.
    Είναι περίπου στα μισά της Νέας Υόρκης και του Σικάγου.
      He caught up with him halfway (there).
    Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
      I'm afraid we're not even halfway there yet.
    Φοβάμαι πως δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά ακόμα.
      Two of the runners gave up halfway through the course.
    Δύο από τους δρομείς εγκατέλειψαν στο μέσο της διαδρομής.
      We are halfway up the mountain.
    Είμαστε στη μέση της ανάβασης στο βουνό.
      Open up the window halfway to air out the room.
    Μισάνοιξε το παράθυρο, για να αεριστεί το δωμάτιο.
      She halfway finished the needlework and didn’t feel like finishing it.
    Μισοτέλειωσε το εργόχειρο, βαρέθηκε να το τελειώσει.
     συνώνυμα: midway
  2. στα μισά του δρόμου για να κάνω ή να πετύχω κάτι
      This only halfway explains what really happened.
    Αυτό εξηγεί μόνο στα μισά τι πραγματικά συνέβη.
  3. (halfway decent, ανεπίσημο) σχετικά καλός
      Any halfway decent map will give you that information.
    Οποιοδήποτε σχετικά καλός χάρτης θα σου δώσει αυτή την πληροφορία.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]