halle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- halle < (άμεσο δάνειο) γερμανική Halle (ίδια έννοια)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]halle (fr) θηλυκό
- υπόστεγο, συνήθως κλειστό και καλυμμένο, που χρησιμεύει για την αποθήκευση και την πώληση χρήσιμων αντικειμένων, σε μεγάλες ποσότητες, συχνά για τον εφοδιασμό των καταστημάτων
- (τεχνολογία) εργαστήρι όπου λιώνουν γυαλί
- (μεταφορικά) Langage des halles. Λέγεται για κάθε χυδαίο, αγενές, άσεμνο λεξιλόγιο