Μετάβαση στο περιεχόμενο

hallmark

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hallmark hallmarks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hallmark < hall + mark

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hallmark (en)

  1. το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, αυτό που χαρακτηρίζει κάτι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
      The desire for power is a hallmark of every dictator.
    Η φιλαρχία είναι το χαρακτηριστικό κάθε δικτάτορα.
      His work bears the hallmark of genius.
    Το έργο του έχει το γνώρισμα της ιδιοφυΐας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη characteristic
  2. (βρετανική σημασία) η διακριτική στάμπα (αρχικά για μπάρα χρυσού, τώρα γενική χρήση)