haltère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
haltère | haltères |
haltère (fr) αρσενικό
- ο αλτήρας
Δείτε επίσης : haltere |
ενικός | πληθυντικός |
haltère | haltères |
haltère (fr) αρσενικό