hameçonnage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hameçonnage | hameçonnages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hameçonnage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
hameçonnage | hameçonnages |
hameçonnage (fr) αρσενικό