hand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hand | hands |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hand (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
- ο εργάτης
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hand (nl)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hand (sv)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι